- σαντονίνη
- η, Ν(φαρμ.) τοξικό φάρμακο που λαμβάνεται από τα αποξηραμένα άνθη διαφόρων ασιατικών ειδών τού γένους φυτών αρτεμισία και χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως ένα από τα πρώτα ανθελμινθικά, ωσότου αντικαταστάθηκε από άλλα, πιο αποτελεσματικά και λιγότερο τοξικά φάρμακα, αλλ. σαντονινική λακτόνη ή αβροτονίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. santonin < santon (< λατ. santonica < σαντονικόν) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -in. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.